Τα ορεινά οικοσυστήματα της Ζακύνθου έχουν διαμορφωθεί από τη μακροχρόνια επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως συμβαίνει με όλα τα Μεσογειακά οικοσυστήματα. Η φυσική τους εξέλιξη συνεχίζει να ακολουθεί τις σημερινές ανθρώπινες πολιτισμικές επιρροές έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανθρωπογενών οικοσυστημάτων με φυσική βλάστηση. Σε αυτά τα οικοσυστήματα περιλαμβάνονται οι φρυγανότοποι, η μακία βλάστηση και τα πευκοδάση που καλύπτουν το χερσαίο τμήμα της. Οι χαμηλοί θαμνότοποι των φρυγάνων και της μακίας κυριαρχούν σε όλη τη λοφώδη έκταση και σε πολλές περιοχές εμφανίζονται μικτά με νεαρά πεύκα σε περιοχές που προϋπήρχαν πευκοδάση που κάηκαν. Τα πεύκα μεγάλης ηλικίας εμφανίζονται σε περιορισμένες εκτάσεις ως δενδρώδεις νησίδες ανάμεσα στους θαμνώνες. Λόγω των πυρκαγιών σε πολλές περιοχές δεν διαχωρίζονται τα όρια της μακίας και των φρυγάνων, όπως και τα όρια των πευκοδασών με τη μακία, διότι συναντώνται μεταβατικά στάδια διαδοχής των οικοσυστημάτων και παρουσιάζονται μικτοί τύποι βλάστησης.
Οι ελαιώνες και οι αμπελώνες είναι ανθρωπογενή οικοσυστήματα που διασπούν τη φυσική βλάστηση με καλλιεργημένη γη και δημιουργούν σύνθετα οικοσυστήματα σημαντικής οικολογικής αξίας για τη βιοποικιλότητα των ορεινών περιοχών.
Οι απόκρημνες βραχώδεις ακτές αποτελούν ένα αδιατάρακτο φυσικό οικοσύστημα με λιγότερη ανθρωπογενή επίδραση. Στους επιβλητικούς βραχώδεις γκρεμούς φιλοξενούνται ενδημικά φυτικά είδη και σπάνια αρπακτικά πουλιά, ενώ στα παραθαλάσσια βράχια βρίσκουν καταφύγιο και κούρνια ενδιαφέροντα θαλασσοπούλια.
Οικιστικές δραστηριότητες εντοπίζονται σε όλη την έκταση του νησιού με οικισμούς, αλλά και με παραθεριστικές εγκαταστάσεις που κατασκευάζονται σε πλαγιές που καλύπτονται με φυσική βλάστηση ή με ελαιώνες ή μικτές διαπλάσεις φυσικής βλάστησης με ελαιώνες. Την αδιατάρακτη παράκτια περιοχή διασπούν εποχιακές και μόνιμες τουριστικές δραστηριότητες με πρόσβαση από τη θάλασσα και την ξηρά που εντοπίζονται σημειακά σε ορισμένες τοποθεσίες υψηλού τουριστικού ενδιαφέροντος.
Οι δυτικές ακτές αποτελούν θαλάσσιους φυσικούς οικότοπους της Μεσογειακής φώκιας και είvαι απόκρημvες και βραχώδεις με πoλλoύς κoλπίσκoυς και vησίδες. Τo θαλάσσιo υπόβαθρo κovτά στηv ξηρά είvαι επίσης βραχώδες και η κλίση τoυ αρκετά απότoμη: η περιoχή απoτελεί μέρoς εvός γεωλoγικoύ ρήγματoς κατά μήκoς τoυ Iovίoυ με μέγιστo βάθoς άvω τωv 500 μέτρωv. Οι αvατoλικές ακτές, όπoυ επίσης υπάρχoυv oρισμέvα σπήλαια πoυ χρησιμoπoιoύvται από τηv φώκια, είvαι επίσης βραχώδεις. Τo υπόβαθρo εδώ είvαι πoλύ περισσότερo oμαλό με λασπώδη βυθό ή καλυμμέvo από λιβάδια πoσειδωvίας (Posidonia oceanica).
Συγγραφέας: Μαρτίνης Α.