Μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας

0
(0)

Η μονή σήμερα είναι επισκέψιμη και λειτουργεί το καθολικό ως ενοριακός ναός. Ο τελευταίος κάτοχος που ορίστηκε από τους Βενετούς το 1783 είναι η οικογένεια Φλαμπουριάρη, το οικόσημο της οποίας είναι εντοιχισμένο σε τοίχο της μονής. Πάντως η μονή πλέον ανήκει στην μονή Στροφάδων και αγίου Διονυσίου.

Η μονή χτίστηκε στις αρχές του 15ου αιώνα από τον Λεονάρδο Γ ́δε Τόκκο και τη σύζυγό του. Χτίστηκε στη συγκεκριμένη θέση, στην οποία βοσκοί ανακάλυψαν την θαυματουργή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Αναφωνήτριας που προερχόταν από κάποιο ναυάγιο εμπορικού πλοίου. Οι Βενετοί παραχωρούσαν την εκκλησία σε διάφορες επιφανείς ζακυνθινές οικογένειες juris patronato. Μια σημαντική επισκευή του συγκροτήματος έγινε γύρω στο 1669 με διάταγμα του Morosini. Πάντως η μονή παρέμεινε όρθια και μετά τον σεισμό του 1953.

Η εικόνα της Παναγίας Αναφωνήτριας θεωρούνταν θαυματουργή και σε περιόδους ανομβρίας μεταφερόταν στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων της Ζακύνθου για προσκύνημα. Στην μονή υπηρέτησε και ο Διονύσιος Σιγούρος ως ηγούμενος από το 1568. Σύμφωνα με τον κώδικα της μονής στις 21 Απριλίου 1572 εκδόθηκε διαταγή του Φραγκίσκου Τρομπέτα με την οποία απαγορευόταν στις γυναίκες του χωριού του Πλεμοναρίου να πηγαίνουν στην μονή, εκτός αν ήθελαν να λειτουργηθούν. Η ποινή για τις παραβάτες ήταν η διαπόμπευση.

Η ίδρυση της μονής τοποθετείται στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ένα εμπορικό καράβι από το Βυζάντιο ναυάγησε στις δυτικές ακτές της Ζακύνθου. Βοσκοί ανέσυραν από τα βράχια την εικόνα της Παναγίας Αναφωνήτριας που από τότε θεωρήθηκε θαυματουργή. Ο Λεονάρδος Γ ́δε Τόκκο, Κόμιτας Παλατίνος της Κεφαλληνίας, έκτισε μονή αφιερωμένη στην Παναγία Αναφωνήτρια, στην οποία αργότερα μόνασε και η συζυγός του με το όνομα Μερόπη. Πρώτος ηγούμενος χρίστηκε ο ιερομόναχος Ματθαίος Παλαιολόγος, αδελφός του αρχηγού των στρατιωτών Θεοδώρου και πιθανώς συγγενής των δε Τόκκων και της αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου. Η μονή φθάνει σε μεγάλη ακμή στα τέλη του 15ου αιώνα. Το αδελφάτο που σχημάτισαν ο ιερομόναχος Ι.Ρωσάνος και ο μοναχός Α.Βλάχος στις 21 Σεπτεμβρίου 1534 ανέλαβε την μονή με διαταγή από την βενετσιάνικη κυβέρνηση, η οποία έκτοτε παραχωρούσε το μοναστικό συγκρότημα μαζί με την μεγάλη κτηματική του περιουσία, δωρεά των δε Τόκκων, σε εξέχοντα πρόσωπα juris patronato. Το 1568 η μονή παραχωρείται στον αρχιεπίσκοπο Διονύσιο Σιγούρου, ενώ τελευταίος κάτοχος είναι η οικογένεια Φλαμπουριάρη, σύμφωνα με βενετσιάνικο διάταγμα του 1783. Σταθμός στην ιστορία της μονής είναι το διάταγμα του Morosini το 1670 για την ανακαίνιση του καθολικού, όπως μας πληροφορεί μια λίθινη επιγραφή πάνω από την κεντρική είσοδο. Ο αρχιτέκτονας Sandolini κατασκευάζει ένα νέο ναό που ακολουθεί πιστά τον προκάτοχό του. Το 1672 ηγούμενος της μονής της Αναφωνήτριας χρίζεται ο αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Ιωσήφ Δόξας, στον οποίο οφείλουμε τον κώδικα της μονής. Στο σημαντικό αυτό κειμήλιο αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία της μονής, καθώς και διάφορες εργασίες και παρεμβάσεις στο κτίριο του καθολικού και σε διάφορα έργα τέχνης της μονής. Το μοναστήρι απέκτησε μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά αρχαία χειρόγραφα και μια πλούσια συλλογή από εκκλησιαστικά κειμήλια, εικόνες, άμφια και κώδικες. Δυστυχώς όλος αυτός ο πλούτος διασκορπίστηκε μετά από διαδοχικές λεηλασίες και αρπαγές. Η μονή έμεινε όρθια μετά από τους σεισμούς και του 1953, παρά τις ρωγμές που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία κυρίως στον πύργο της εισόδου. Όμως το καθολικό λειτουργεί ως ενοριακός ναός.

Το καθολικό της μονής βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της αυλής και ακολουθεί τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Το Ιερό βρίσκεται στα νοτιοανατολικά, ενώ η πρόσβαση στον ναό γίνεται μεσω τριών θυραίων ανοιγμάτων στην στενή και στις δυο μακριές πλευρές του. Τα κλίτη διαμορφώνονται με την παρουσία δυο πεσσοστοιχιών που στηρίζουν αντίστοιχες τοξοστοιχίες. Χαρακτηριστική είναι ημικυκλική και εξωτερικά κόγχη του ιερού ανάμεσα στις τρίπλευρες κόγχες των παρεκκλησίων. Η οροφή του κεντρικού κλίτους είναι υπερυψωμένη και επίπεδη, ενώ των πλαγίων κλιτών είναι θολωτές. Στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του το καθολικό στεγαζόταν με τρεις τρούλους. Στους εξωτερικούς τοίχους και στους τοίχους που στηρίζουν την υπερυψωμένη στέγη του μεσαίου κλίτους ανοίγονται ανά ζεύγη παράθυρα. Υπάρχει η άποψη πως ο ναός αρχικά είχε θολωτή στέγη, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε με μια δίρριχτη. Στη βορειοδυτική πλευρά διακρίνεται ένας μικρός φεγγίτης. Εξωτερικά οι τοίχοι του ναού είναι επιχρισμένοι και ασβεστωμένοι, χωρίς καμια διακόσμηση. Κατά μήκος της νοτιοδυτικής πλευράς υπάρχει μια σειρά πεσσών, μαρτυρία μιας ανοικτής στοάς που θα έδινε έμφαση στην πρακτικά κύρια όψη του ναού, καθώς ο επισκέπτης κατά την είσοδό του στην μονή αντίκρυζε αυτή την πλευρά. Ο πύργος που ορθώνεται δίπλα στην είσοδο της μονής είναι από τους αρχαιότερους στο νησί της Ζακύνθου. Η κάτοψή του είναι ορθογωνική και και πατά σε μια υψηλή βάση με κεκλιμμένες επιφάνειες. Έχει δυο επίπεδα και διακρίνονται σε μεγάλο ύψος μικρά ανοίγματα, τα οποία προορίζονταν για τον φωτισμό του εσωτερικού. Επίσης διακρίνονται έξι ζεματίστρες, δυο σε κάθε μακρά πλευρά και από μια στις στενές. Η είσοδος στον πύργο βρίσκεται σε αρκετό ύψος και μια στενή κλίμακα οδηγεί στον πρώτο όροφο που έχει θολωτή οροφή. Στον θόλο υπάρχει ένα τετράγωνο άνοιγμα για την πρόσβαση στον άνω όροφο, προφανώς με την βοήθεια μιας ξύλινης σκάλας. Ο πύργος λειτουργεί ως κωδωνοστάσιο. Ο περίβολος διαμορφώνεται από τα κελιά και τα υπόλοιπα βοηθητικά κτίρια, ενώ η είσοδός του είναι καμαροσκεπής.

Το καθολικό της μονής της Παναγίας Αναφωνήτριας είναι ένας λιτός και αυστηρός ναός κοντά στα βυζαντινά πρότυπά του με αρκετές επιρροές από την Δύση. Κατά τις τελευταίες εργασίες αποκατάστασης κυρίως της νοτιοανατολικής πλευράς του, όπου βρίσκεται το Ιερό Βήμα, φάνηκε πως αρχικά ο ναός δεν ήταν επιχρισμένος, αλλά ότι έγινε απόπειρα η τοιχοποιία του να μιμηθεί τις πλινθόκτιστες βυζαντινές εκκλησίες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μάλιστα στην κόγχη του Ιερού διακρίνονται πήλινα πλακίδια με το σήμα του σταυρού και με ένα ακτινωτό κόσμημα. Επίσης διατηρούνται τα πλαίσια των παραθύρων με ίχνη ερυθρού επιχρίσματος. Στο εσωτερικό του καθολικού και συγκεκριμένα στο κέντρο του δαπέδου του κεντρικού κλίτους διατηρείται ανάγλυφος δικέφαλος αετός (ομφάλιο). Τα επίκρανα των πεσσών που διαιρούν τον ναό σε τρία κλίτη είναι πολύ λιτά και φέρουν ίχνη από γραπτό φυτικό κόσμημα με ερυθρό και πράσινο χρώμα. Στις κάθετες επιφάνειές τους εικονίζονταν ολόσωμοι άγιοι. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που παραπέμπει στη βυζαντινή παράδοση είναι το χαμηλό ξύλινο τέμπλο με φύλλα χρυσού, από το οποίο λείπει το δωδεκάορτο. Οι εικονογραφικός διάκοσμος του ναού σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση. Τμήματα τοιχογραφιών διακρίνονται πάνω από τα τόξα που στηρίζουν την υπερυψωμένη στέγη του μεσσαίου κλίτους, στο Ιερό Βήμα και στον πρώτο πεσσό από τα βορειοανατολικά. Στο διακονικό σώζεται τμήμα τοιχογραφίας που εικονίζει ένα άγιο και χρονολογείται στον 12ο αιώνα και θεωρείται η πρωιμότερη φάση του ναού. Στο Ιερό οι τοιχογραφίες χωρίζονται σε ζώνες. Στην ανώτερη ζώνη διακρίνονται ίχνη παραστάσεων, με την Πλατυτέρα στο κέντρο της αψίδας, ενώ στην κατώτερη στηθάρια με προτομές αγίων. Πάνω από την αψίδα εικονίζεται ο Ευαγγελισμός και η Φυγή στην Αίγυπτο. Στον βόρειο τοίχο του κεντρικού κλίτους εικονίζονταν οι παραστάσεις: Επίσκεψη του Ιησού στην Μάρθα και τη Μαρία, Θεραπεία Ασθενούς, Θεραπεία Παράλυτου, Θεραπεία Τυφλού και ο Ιησούς με την Σαμαρείτιδα. Στον βόρειο τοίχο του ναού οι παραστάσεις: Φλεγόμενη Βάτος, Γέννηση του Χριστού, Προσκύνηση των Μάγων και η Υπαπαντή. Στον νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους: Φυγή στην Αίγυπτο, Γέννηση του Χριστού, Υπαπαντή, Βάπτιση και Μεταμόρφωση. Στον εξωτερικό τοίχο της πρόσοψης είναι εντοιχισμένο το οικόσημο του Morosini, ενώ πάνω από την είσοδο υπάρχει η λίθινη επιγραφή: FrancMaurocenus equesdmpro.classis Ven.imp.summusno striaevigloriosissimur eros_annoMDCLXX Τα παραπάνω λίθινα βρίσκονταν παλαιότερα σε ένα κελί της μονής. Επιπλέον σε τοίχο οικοδομήματος της μονή στα βορειοδυτικά είναι εντοιχισμένο το οικόσημο της οικογένειας Φλαμπουριάρη, του τελευταίου κατόχου της μονής.

Πηγές

  • Λ.Ζώης, Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955
  • Μ.Χατζηδάκης, Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στη Ζάκυνθο, Β΄Μέρος, Ζυγός 6, 1956, 16-18
  • Ντ.Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967
  • Δ.Ζήβας, Η Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου από τον ΙΣΤ΄ μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα 1970
  • Ντ.Κονόμος, Ζάκυνθος (Πεντακόσια χρόνια 1478 – 1978), Τόμος Δεύτερος. Ύπαιθρος Χώρα, Αθήνα 1979
  • Ντ.Οικονόμου, Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978). Τέχνης Οδύσσεια, Τ.5, τεύχ.Α΄. Θρησκευτική Τέχνη. Ζωγραφική, Αθήνα 1988
  • Ντ.Κονόμος, Ζάκυνθος.Πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978). Τέχνης Οδύσσεια, Τ.5, τεύχ.Β΄, Θρησκευτική τέχνη. Αρχιτεκτονική – Ξυλογλυπτική – Αργυρογλυπτική, Αθήνα 1989
  • R.Sargint, Η Ζάκυνθος κάποτε…Zakynthos once upon a time… (κείμενα: Ν.Λούντζης), Ζάκυνθος 1990
  • W.L.Salvator, Ζάκυνθος (μετ.Α.Αρμένη-Τσουκαλά), Ζάκυνθος 1995
  • Μ.Ρουσέα, Οι άγνωστες τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Αναφωνήτριας, Μονές της Ζακύνθου. Ιστορία-ΑρχιτεκτονικήΤέχνη. Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας, 16 Νοεμβρίου 1996, Ζάκυνθος 1998, σ. 181-191
  • Ζ.Α.Μυλωνά, Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, Αθήνα 2011

Πόσο χρήσιμο βρήκατε αυτό το άρθρο?

Πατήστε σε ένα αστέρι για να αξιολογήσετε!

Μέση βαθμολογία 0 / 5. Πλήθος Αξιολογήσεων: 0

Δεν υπάρχουν αξιολογήσεις. Γίνετε ο πρώτος που θα αξιολογήσει!

Αφήστε μια απάντηση