Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε ο ναός της Φανερωμένης στη Ζάκυνθο. Συνδέεται με την ανεύρεση μιας βυζαντινής εικόνας τον 12ο αιώνα, ενώ ο ίδιος ο ναός υπήρχε τον 15ο αιώνα, ώστε στα τέλη του ίδιου αιώνα να περιέλθει στην κυριότητα της Βενετίας, η οποία τον παραχωρούσε σε επιφανείς οικογένειες. Το 1633 ανακηρύσσεται ενοριακός ναός και ανακαινίζεται στο διάστημα 1644 – 1659. Ακολουθούν και άλλες επισκευές και ανακαινίσεις κατά το πέρασμα των αιώνων. Ο ναός στολίζεται με πολλά έργα τέχνης και αποκτά περιουσία. Καταστράφηκε το 1953 και ξανακτίστηκε σύντομα.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση τον 12ο αιώνα ψαράδες βρήκαν στον Αιγιαλό μια μικρή εικόνα της Θεοτόκου. Η εικόνα είχε παραμείνει άθικτη από το θαλασσινό νερό και της δόθηκε η ονομασία Φανερωμένη. Όταν αργότερα και εξαιτίας των επιχώσεων το μέρος στο οποίο βρέθηκε η εικόνα, έγινε στεριά, κτίστηκε ναός προς τιμή της Θεοτόκου. Η πλατεία του ναού έγινε η λαϊκή πλατεία της πόλης. Σε αυτή συγκεντρωνόταν ο λαός, σε αντίθεση με την πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου συγκεντρώνονταν οι ευγενείς.

Ο ναός είναι γνωστός από τον 15ο αιώνα. Στα τέλη του αιώνα αυτού περιέρχεται στην κυριότητα της Βενετίας, η οποία τον παραχωρεί juris patronato σε επιφανείς οικογένειες της πόλης, όπως στην οικογένεια του Κωνσταντίνου Αρχιτάτσου, ο οποίος την παραχωρεί ως προίκα στον γαμπρό του Θεόδωρο Δόριζα το 1524. Το 1633 με διάταγμα του Δόγη της Βενετίας ο ναός ανακηρύσσεται ενοριακός και έντεκα χρόνια αργότερα ξεκινούν οι εργασίες ανακαίνισης και εξωραϊσμού του ναού. Όταν ολοκληρώθηκαν το 1659 ο ναός έγινε στολίδι του νησιού, μια από τις σημαντικότερες στιγμές της επτανησιακής αρχιτεκτονικής. Δίπλα του κτίστηκε το κωδωνοστάσιο, που όμως κάηκε και ξανακτίστηκε το 1771. Ο ναός αυτός δυστυχώς καταστράφηκε από την σεισμοπυρκαγιά του 1953. Ελάχιστα διασώθηκαν από τον εξαίσιο ξυλόγλυπτο και εικονογραφικό του διάκοσμο και οι ξυλογλύπτες αδελφοί Τσουκαλά και ο αγιογράφος Γιάννης Τσολάκος προσπάθησαν να ανασυνθέσουν τον παλιό εσωτερικό διάκοσμο στον νέο ναό που ξαναχτίστηκε με το ίδιο πελεκητό αγκωνάρι.
Ο ναός ακολουθεί τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής. Είναι επιμήκης, μάλιστα το συνολικό του μήκος φτάνει τα 27,90μ. Η κύρια είσοδος του ναού είναι στην βόρεια πλευρά, ενώ μια δεύτερη ανοίγεται στην δυτική για τον γυναικωνίτη. Στην προσεισμική του φάση η είσοδος αυτή βρισκόταν στο δυτικό άκρο της βόρειας πλευράς. Στην μεσαία της βόρειας πλευράς ανοίγονται εκατέρωθεν της εισόδου από τρία μεγάλα παράθυρα. Αντίστοιχα και συμμετρικά υπάρχουν παράθυρα και στη νότια πλευρά, η οποία πλεον δεν φέρει κανένα λίθινο στοιχείο. Σε αυτή την πλευρά ανοίγεται ένα επιπλέον παράθυρο πάνω από την μικρή θύρα. Επίσης υπάρχει μια ακόμη θύρα στο νοτιοανατολικό άκρο της πλευράς. Τέλος υπάρχει μια σιδερένια κλίμακα που οδηγεί στο εσωτερικό του ναού, στον άμβωνα. Το κωδωνοστάσιο που στην αρχική του σύλληψη θεωρείται σύγχρονο με τον ναό του 1644 ανήκει στον τύπο του πυργοειδούς. Είναι κτισμένος από λαξευτό πωρόλιθο και πατά πάνω σε μια βάση στο σχήμα της κόλουρης πυραμίδας. Ο κορμός του διαιρείται σε τέσσερις ορόφους, στον τελευταίο ανοίγονται τα τόξα για την τοποθέτηση των τεσσάρων καμπάνων και τον περιτρέχει εξώστης με κιγκλίδωμα χαρακτηριστικού ζακυνθινού μπαρόκ. Το κωδωνοστάσιο επιστέφεται με ωοειδή τρούλο πάνω σε οκταγωνικό τύμπανο. Στο εσωτερικό του κορμού υπάρχει το κλιμακοστάσιο που μόνο στους δυο ορόφους είναι λίθινο, ενώ πιο πάνω γίνεται ξύλινο.
Εξωτερικά ο ναός και ειδικά η βόρεια πλευρά που είναι και η κύρια όψη του ναού, διαμορφώνεται με τρεις επάλληλες ζώνες. Η κατώτερη κοσμείται με τυφλές αψίδες που στηρίζονται σε διπλές παραστάδες. Στην μεσαία ζώνη τα έξι παράθυρα με τη λιτή διαμόρφωση εκατέρωθεν της εισόδου εναλλάσσονται με χαμηλότερες τυφλές αψίδες, όμοιες με εκείνες της κατώτερης ζώνης. Στην ανώτερη ζώνη διακρίνεται μια σειρά από κυκλικά μοτίβα, ίσως στεφάνια. Στο τριγωνικό αέτωμα που σχηματίζεται από την δικλινή στέγη ανοίγεται στα δυτικά ένας κυκλικός φεγγίτης. Το ίδιο μοτίβο με τις τυφλές αψίδες συναντάμε και στους τέσσερις ορόφους του κωδωνοστασίου. Αξιομνημόνευτη είναι η διαμόρφωση του θυρώματος που καταλαμβάνει όλο σχεδόν το ύψος του ναού. Το τοξωτό άνοιγμα της εισόδου που στηρίζουν δυο πεσσοί πλαισιώνουν τέσσερις κορινθιακοί κίονες. Ακολουθεί το επιστύλιο πάνω στο οποίο πατούν τέσσερις συμμετρικοί πεσσίσκοι διαμορφώνοντας στα άκρα μικρές ορθογώνιες κόγχες. Οι τελευταίες έχουν με την μεσολάβηση επιστυλίου αετωματική επίστεψη. Στο αέτωμά τους υπάρχει από ένα προσωπείο. Ανάμεσα στα αετώματα διακρίνεται η ανάγλυφη μορφή της Παναγίας πάνω σε μια τετράγωνη πλάκα, η οποία με την σειρά της επιστέφεται από ένα ελλιπές στην κορυφή τριγωνικό αέτωμα στο κέντρο του οποίου υπάρχει ένα μεγάλο κύπελο. Ανάλογη, αλλά πολύ πιο λιτή είναι η είσοδος στην δυτική πλευρά. Στο εσωτερικό οι τοίχοι από το ύψος των στασιδίων και πάνω διαμορφώνονται με πλαστικό διάκοσμο από πλοχμούς και ταινίες επίχρυσες. Δημιουργούνται επάλληλες ζώνες με την μεσολάβηση παραστάδων και επιστυλίων. Ανάμεσα στα παράθυρα έχουν τώρα τοποθετηθεί σύγχρονες εικόνες αγίων. Αξίζει να σημειωθεί πως από την προσεισμική εσωτερική διαμόρφωση του ναού σώζονται μόνο δυο κιλίβαντες πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού. Η ουρανία του προσεισμικού ναού αποτελούσε μια μνημειώδη διακοσμητική σύνθεση. Αποδίδεται στον Κομούτο και ήταν ένα απο τα ωραιότερα δείγματα Μπαρόκ του 18ου αιώνα στα Επτάνησα. Στα πλαίσια που σχημάτιζαν οι επίχρυσες ελικοειδείς ταινίες συνοδευόμενες από πλούσια κοσμήματα, τοποθετήθηκαν οι εικόνες του Δοξαρά με την Γέννηση, την Κοίμηση και την Ανάληψη της Θεοτόκου, τους Ευαγγελιστές και τους Αποστόλους. Στον μετασεισμικό επιλέχθηκαν τα ίδια θέματα για την εικονογράφηση της ουρανίας του. Στο Μουσείο της Ζακύνθου εκτίθεται ένας πίνακας από την προσεισμική ουρανία που εικονίζει την Παναγία με το Βρέφος και αγγέλους (ΜΖ 186) και ένας ακόμη με τη Γέννηση της Θεοτόκου, έργο του Ν.Δοξαρά (ΜΖ 201). Στον τοίχο του Ιερού του ναού διακρίνονται κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών. Το τέμπλο του ναού της Φανερωμένης είχε μεγάλο ύψος, χωρίς όμως να φτάνει ως την ουρανία. Στην ανώτερη ζώνη του τέμπλου η εικονογράφηση αποτελούνταν από ξεχωριστά εικονίδια με διαφορετικό ύψος το καθένα, που δημιουργούν τελικά μια τριγωνική σύνθεση με υψηλότερο σημείο στο κέντρο. Στο κατώτερο τμήμα του τέμπλου υπήρχαν εικόνες από το δωδεκάορτο. Στην Ωραία πύλη εικονίζεται ο Χριστός Αρχιερέας και στα πλαϊνά βημόθυρα οι Αρχάγγελοι.
Πηγές
- Λ.Ζώης, Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955
- Ντ.Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967
- Δ.Ζήβας, Η Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου από τον ΙΣΤ΄ μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα 1970
- Δ. Ζήβας, Αρχιτεκτονικά Σύμμικτα, Αθήνα 1976
- Ντ.Κονόμος, Ζάκυνθος (Πεντακόσια χρόνια 1478 – 1978). Τόμος Πρώτος, Καστρόλοφος και Αιγιαλός, Αθήνα 1979
- Ντ.Οικονόμου, Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978).
- Τέχνης Οδύσσεια, Τ.5, τεύχ.Α΄. Θρησκευτική Τέχνη. Ζωγραφική, Αθήνα 1988
- Μ.Σκιαδαρέση – Στ.Πισκαρδέλης, Ζάκυνθος. Ιστορία, Λαογραφία, Τέχνη, Περιήγηση, Αθήνα 1993
- W.L.Salvator, Ζάκυνθος (μετ.Α.Αρμένη-Τσουκαλά), Ζάκυνθος 1995
- Ζ.Α.Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου, Αθήνα 1998