Νικόλαος Κουτούζης

0
(0)

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1741. Ήταν μαθητής του Νικολάου Δοξαρά και υπό τη δική του επίβλεψη φιλοτέχνησε το 1757 τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και την Αγία Βαρβάρα στον Άγιο Δημήτριο του Κόλλα, που σήμερα δεν σώζονται. Στη Βενετία ήταν μαθητής του Giovanni Battista Tiepolo. Το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία τοποθετείται γύρω στα 1760-65. Το δεύτερο γύρω στα 1777 και το τρίτο στα 1796, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Γάλλου φιλέλληνα Πέτρου-Αυγουστίνου Guys. Δάσκαλός του στα γραμματικά στη Ζάκυνθο υπήρξε ο Αντώνιος Κατήφορος ενώ διατηρούσε στενό σύνδεσμο και με το ζωγράφο Ιωάννη Κοράη. Σύμφωνα με έγγραφες μαρτυρίες, το 1757 ζωγράφισε μία εικόνα του Ιωάννη Δαμασκηνού και της αγίας Βαρβάρας, με τη βοήθεια του Νικολάου Δοξαρά και αμείφθηκε με 3 τσεκίνια. Το 1766 βρισκόταν στη Ζάκυνθο και ζωγράφισε τη Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου, πίνακα υπογεγραμμένο και χρονολογημένο. Το 1770 τραυματίστηκε στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια συμπλοκής. Το 1770, στην Κέρκυρα , πληρώθηκε με 60 τσεκίνια για δύο πορτρέτα του Βενετού Γενικού Προβλεπτή της θάλασσας Ανδρέα Δονάτου. Το 1777 χειροτονήθηκε ιερέας στη Λευκάδα και το 1779 εισέπραξε 102 πιάστρας για τις εικόνες που είχε ζωγραφίσει στον εκεί ναό του αγίου Μηνά. Σύμφωνα με έγγραφες πληροφορίες, το 1782 ήταν εφημέριος στο ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου και το 1785 στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα Φλαμπουριάρη στη Ζάκυνθο. Ο τρόπος ζωής του στο νησί και ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του προκαλούσαν τη ζακυνθινή κοινωνία, ενώ οι σατιρικοί του στίχοι, που σχολίαζαν τις πράξεις των συγχρόνων του, δημιουργούσαν πλήθος προσωπικών εχθρών. Καταγγελίες του 1808 και 1809 στις εκκλησιαστικές αρχές Ζακύνθου κατηγορούσαν τον Κουτούζη για συμπεριφορά ανάρμοστη σε ιερωμένο, με αποτέλεσμα ο ζωγράφος, με απόφαση του μητροπολίτη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, να μείνει το 1810 αργός πάσης ιεροτελεστίας εφ όρου ζωής. Δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος μητροπολίτης ανακάλεσε την απόφασή του και ο Κουτούζης διορίσθηκε ιερέας στην ενορία της Οδηγήτριας στην πόλη της Ζακύνθου. Ο Νικόλαος ιερεύς ο Κουτούζης στις 23 Ιουνίου 1810 κατέθεσε τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο της Ζακύνθου και στις 23 Μαρτίου 1813 (Νικόλαος ιερεύς ο Κοτούζιος) παραιτήθηκε από τη θέση του ιερέα του ναού της Οδηγήτριας. Πέθανε στη Ζάκυνθο στις 23 Ιουλίου 1813. Τα υπογραμμένα έργα του Κουτούζη είναι λίγα, ενώ του έχουν αποδοθεί κατά καιρούς πάρα πολλά, τα οποία έχουν εκτελεσθεί σε συγγενική ιταλίζουσα τεχνοτροπία. Ο έλεγχος της ορθότητας της απόδοσης των έργων δεν είναι ευχερής, λόγω του μεγάλου αριθμού και της δυσχέρειας εντοπισμού τους. Εξάλλου, οι παλαιοί αλλά και οι νεότεροι μελετητές του ζωγράφου έχουν περιπλέξει τα πράγματα, γεγονός που επιβεβαιώνει την αβεβαιότητα των αποδόσεων. Γι’ αυτό ο πίνακας των έργων που ακολουθεί, παρατίθεται με κάθε επιφύλαξη, έως ότου μελετηθεί το έργο του ζωγράφου ουσιαστικά και συστηματικά και διευκρινισθούν τα σχετικά προβλήματα. Όσα έργα βρίσκονται στο ναό της Αναλήψεως και στο νέο μουσείο Ζακύνθου έχουν περισυλλεγεί από τους ερειπωμένους ναούς αμέσως μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του Αυγούστου 1953, με φροντίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η παρουσία του Κουτούζη στη Ζάκυνθο δεν ξεχάστηκε γρήγορα, όπως φαίνεται από το σατιρικό ποίημα του Σολωμού “Το όνειρον”, όπου δεσπόζει ο ίσκιος του Κουτούζη και οι λόγοι του.

Νικόλαος Κουτούζης, αυτοπροσωπογραφία από το αρχοντικό Ρωμα

Περιγραφή του έργου: Η αυτοπροσωπογραφία του αγοράστηκε από τον Διονύσιο Ρώμα(1906 – 1981). Ο ζωγράφοs-ιερέαs παρουσιάζεται σε ώριμη ηλικία, στις αρχέs του 1800, κρατώνταs την παλέτα με τα χρώματα και τα πινέλα στο δεξί. Οι λεπτομέρειεs του προσώπου, το μειδίαμα, τα μάτια, τα λευκά γένια αποτυπώνονται με πpoσoxή. Στο αριστερό μάγουλο αχνοφαίνεται n μαύρη oυλή από το «φρεζάρι- σμα» ύπουλο κτύπημα στο πρόσωπο με γυάλινο σφαιρίδιο που περιέχει μπαρούτι και μελάνι ώστε το σημάδι να μένει ανεξίτηλο) που είχε υποστεί. Πάντωs, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του αριστερού χεριού με τον τεντωμένο δείκτη και n υπαινικτική, τριτοπρόσωπη παρουσία του σατύρου στον πίνακα του καβαλέτου στο βάθοs, θα αφήνουν πάντα μια υπόνοια πωs ίσωs το έργο να έχει γίνει post mortem από τον Καντούνη. Άλλωστε, n σύμπτωση τns ανυπόγραφns ζωγραφικήs παραγωγήs των δύο ομοειδών ζωγράφων στις αρχέs του μέχρι τον θάνατο του Κουτούζη στα 1813 συνιστά μια σπαζοκεφαλιά για την έρευνα, ενώ όσον αφορά στην εκτενέστερη προσωπογραφική παραγωγή του Καντούνη, την κύρια αιτία προσωπογράφησηs τns ζακυνθινήs αστικής κοινωνίας τns εποχής συνιστά η μεταθανάτια ενθύμηση.

Νικόλαος Κουτούζης, Άγιος Σπυρίδωνας

Περιγραφή του έργου: Η εικόνα αποτελεί μέρος ενός συνόλου από επτά παραστάσεις που κοσμούσαν την επίσκεψη του ξυλόγλυπτου τέμπλου του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Οι άλλες παραστάσεις είναι: ο Θρήνος –η Παναγία θρηνεί κάτω από το Σταυρό, πίσω από το καθηλωμένο σώμα του Χριστού-, ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ, που βρίσκονται στο ναό της Ανάληψης στην πόλη και η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά, ο Ιωάννης και ο Πέτρος, που εκτίθενται στο Μουσείο της Ζακύνθου. Έχει υποστηριχθεί ότι η συνθετική αυτή προσπάθεια του ζωγράφου αποτελεί μια πρωτότυπη παραλλαγή του καθιερωμένου εικονογραφικού προγράμματος στην επίστεψη των τέμπλων με τον Εσταυρωμένο και τα λυπηρά (Χαραλαμπίδης). Στην παράσταση αποτυπώνεται η στιγμή που ο Πέτρος έχει αρνηθεί για Τρίτη φορά το Χριστό, όταν στην ερώτηση, αληθώς και συ εξ αυτών ει, απάντησε, ουκ οίδα τον άνθρωπο. Τότε ελάλησε ο πετεινός και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς. Ο απόστολος έχει τις παλάμες σφιχτά ενωμένες και το υγρό από τα δάκρυα βλέμμα γυρισμένο προς τα επάνω, με έκφραση βαθύτατης απόγνωσης και μεταμέλειας. Επάνω σε μία στήλη ο πετεινός κράζει δυνατά. Στο πρόσωπο του Πέτρου αναγνωρίζεται μία από τις πιο ολοκληρωμένες προσπάθειες της επτανησιακής ζωγραφικής για την αποτύπωση του ψυχικού κόσμου του απεικονιζόμενου προσώπου. Η ιταλική ζωγραφική, επηρεασμένη από την καθολική Εκκλησία, απέφυγε να απεικονίσει τις στιγμές αδυναμίας του Πέτρου. Ο Κουτούζης όμως, ως ορθόδοξος ιερέας και παρά τις έντονες ιταλικές επιδράσεις στα έργα του, εκφράζει με το δικό του τρόπο την αντίδραση που είχαν όλοι οι Επτανήσιοι στην προπαγάνδα της λατινικής εκκλησίας. Παλαιότεροι ερευνητές άλλοτε το απέδιδαν με βεβαιότητα στον Κουτούζη και άλλοτε με επιφύλαξη (Κονόμος).

Πηγές –Βιβλιογραφία- Ιστότοποι
Ζωή Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων
και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1998
Στέλιος Λυδάκης, Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Τόμος Γ΄, Μέλισσα
Γιάννης Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου, Τόμος Β΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου
και Στροφάδων, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 2006
Μ. Χατζηδάκης, Ε. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830),
τόμος 2, ΙΝΕ, Αθήνα 1997
Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Τέσσερις Αιώνες Ελληνικής
Ζωγραφικής, Αθήνα 2000

Πόσο χρήσιμο βρήκατε αυτό το άρθρο?

Πατήστε σε ένα αστέρι για να αξιολογήσετε!

Μέση βαθμολογία 0 / 5. Πλήθος Αξιολογήσεων: 0

Δεν υπάρχουν αξιολογήσεις. Γίνετε ο πρώτος που θα αξιολογήσει!

Αφήστε μια απάντηση